- σχηματιζομένους
- σχηματίζωassume a certain formpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въображати — ВЪОБРАЖА|ТИ (37), Ю, ѤТЬ гл. 1. Придавать вид, свойства; уподоблять, формировать, преобразовывать: чьто же ѥсть ѥже гл҃ю. рѣша. нѣции нѣкыимъ васъ отъ поставл˫аѥмыихъ приимати имѣниѥ. въображати же именьмь бл҃гобо˫азньства. (ἐπισκιάζειν!) КЕ XII … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οιδημαγενής — ο, και οιδημαγένη ή οιδημάγενα, η εντομολ. γένος ορθόρραφων δίπτερων εντόμων τής οικογένειας oestridae, που είναι μύγες τών αρκτικών περιοχών τών οποίων η προνύμφη ζει κάτω από το δέρμα τών ταράνδων και εγκυστώνεται στους σχηματιζόμενους όγκους … Dictionary of Greek